- διπεπτίδια
- Χημικές ενώσεις που παράγονται από την ένωση δύο αμινοξέων, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με έναν δεσμό που ονομάζεται πεπτιδικός και δημιουργείται μεταξύ του καρβοξυλίου του ενός αμινοξέος και της αμινικής ομάδας του άλλου, με απομάκρυνση ενός μορίου ύδατος (ΝΗ2 – R – CΟΟH + ΗΗΝ – R – CΟΟΗ → ΝΗ2 – R – CΟ – ΝΗ – R – COOH + Η2Ο). Η υπόθεση για την ύπαρξη του δεσμού αυτού, που τη διατύπωσαν σχεδόν συγχρόνως το 1902 οι Χόφμαϊστερ και Φίσερ, εξηγεί πλήρως ορισμένα πειραματικά δεδομένα. Το πιο ενδιαφέρον από αυτά είναι η παρουσία μόνο ενός καρβοξυλίου και μίας αμινομάδας στο δ. Πρόσθετη απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι όταν στο δ. εφαρμοστεί η μέθοδος της υδρόλυσης, τότε επανεμφανίζονται το άλλο καρβοξύλιο και η αμινική ομάδα. Τα δ. σχηματίζονται στους ζωντανούς οργανισμούς κατά τη διαδικασία της υδρολυτικής και ενζυματικής διάσπασης των πρωτεϊνών· στη συνέχεια τα δ. διασπώνται, με τη δράση άλλων ενζύμων, στα δύο συστατικά αμινοξέα. Στη φύση βρίσκονται μόνο δύο δ., η καρνοσίνη και η ανσερίνη. Η σημασία του πεπτιδικού δεσμού συνίσταται στο γεγονός ότι δεσμός αυτού του τύπου βρίσκεται στις πρωτεϊνικές ουσίες. Ο σχηματισμός αυτών των ουσιών μπορεί πράγματι να παρασταθεί ως μια διαδοχή αντιδράσεων, οι οποίες από τα δ. μας οδηγούν στις μακρές αλυσίδες των πολυπεπτιδίων.
Dictionary of Greek. 2013.